Φορολογική κατοικία Ο προσδιορισμός της φορολογικής κατοικίας παραμένει στην πράξη πολλές φορές θέμα συζήτησης. Ο τόπος κατοικίας κάποιου ορίζει, για παράδειγμα, ποιο είδος φορολογικής δήλωσης πρέπει να υποβληθεί, πού φορολογείται σχετικά με το παγκόσμιο εισόδημά του και ποιες εκπτώσεις εφαρμόζονται στην επιβολή φόρου. Ως προς την φορολογική κατοικία είναι επίσης σκόπιμο να εξεταστεί εάν κάποιος μπορεί να υπαχθεί στον κανονισμό 30%. Αυτός ο κανονισμός ισχύει μόνο για εργαζόμενους που έχουν προσληφθεί από το εξωτερικό. Όμως, δεν είναι ασυνήθιστο κάποιος που διαμένει ήδη, πριν από την σχέση εργασίας του, για αρκετό καιρό στην Ολλανδία, να υπαχθεί στον κανονισμό. Στα τέλη του περασμένου έτους αυτό επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο του Άμστερνταμ.

Διαμονή στην Ολλανδία

Για να υπαχθεί κανείς στον κανονισμό 30%, πρέπει να τίθεται θέμα ‘εισερχόμενου’ εργαζόμενου. Αυτό σημαίνει ότι έχει γίνει πρόσληψη του εργαζόμενου από υπηρεσία πράκτορα παρακράτησης από άλλη χώρα ή ότι ο εργαζόμενος αποσπάται σε υπηρεσία πράκτορα παρακράτησης. Άρα, ο κανονισμός 30% δεν ισχύει για εργαζόμενους που κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας διαμένουν ήδη στην Ολλανδία. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία η φορολογική κατοικία. Μπορεί κανείς να διαμένει για αρκετό καιρό στην Ολλανδία, χωρίς να έχει γίνει φορολογικός κάτοικος της Ολλανδίας. Ο τόπος κατοικίας κρίνεται από τις περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Γενικού Νόμου περί Κρατικών Φόρων. Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της περίπτωσης. Επί της ουσίας, στην πράξη κάποιος γίνεται φορολογικός κάτοικος της Ολλανδίας όταν τίθεται θέμα διαρκούς σχέσης προσωπικής φύσης με την Ολλανδία. Αυτή η διαρκής σχέση δεν χρειάζεται να είναι πιο δυνατή από τη σχέση με κάποια άλλη χώρα. Στην πράξη αυτό γίνεται συχνά αιτία για συζητήσεις με τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, για παράδειγμα όταν πρόκειται για αλλοδαπούς φοιτητές που βρίσκουν εργασία στην Ολλανδία μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους και που όμως επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στο καθεστώς του κανονισμού 30%.

Εφετείο Άμστερνταμ

Το Εφετείο του Άμστερνταμ αποφάσισε στις 29 Οκτωβρίου 2019 σε παρόμοια υπόθεση (ECLI:NL:GHAMS:2019:4616) ότι ετίθετο θέμα πρόσληψης από το εξωτερικό. Στην προκειμένη υπόθεση επρόκειτο για μια γυναίκα από την Ιορδανία που είχε έρθει στην Ολλανδία για σπουδές. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, αξιοποίησε το λεγόμενο χρόνο προσανατολισμού της για να βρει εργασία στην Ολλανδία. Συνολικά παρέμεινε περίπου ενάμισι χρόνο στην Ολλανδία, πριν προσληφθεί από Ολλανδό εργοδότη βάσει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Όλο αυτό το διάστημα ήταν εγγεγραμμένη στο ολλανδικό μητρώο πολιτών, είχε ολλανδικό τραπεζικό λογαριασμό και ολλανδική ασφάλιση υγείας. Σύμφωνα με το Εφετείο, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας δεν ετίθετο θέμα διαρκούς σχέσης προσωπικής φύσης με την Ολλανδία. Η παραμονή της στην Ολλανδία ήταν προσωρινή, δεδομένης της περιορισμένης διάρκειας ισχύος του πρώτου και δεύτερου τίτλου παραμονής της. Η εγγραφή στο μητρώο πολιτών και η σύναψη της ασφάλισης υγείας αποτελούσαν νόμιμες υποχρεώσεις. Συνεπώς, σύμφωνα με το Εφετείο, η γυναίκα προσλήφθηκε από το εξωτερικό και μπορεί να υπαχθεί στον κανονισμό 30%.

Στην πράξη

Η επεξήγηση της έννοιας του τόπου κατοικίας του Εφετείου αντιστοιχεί στην επεξήγηση που έδωσε το Ανώτατο Συμβούλιο σε προγενέστερες αποφάσεις. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα, κατά τη διάρκεια των σπουδών της ή του χρόνου προσανατολισμού της, δεν επέστρεψε ποτέ στην Ιορδανία. Επιπρόσθετα με την εγγραφή στο μητρώο πολιτών, τον ολλανδικό τραπεζικό λογαριασμό, την ολλανδική ασφάλιση υγείας και τον χώρο κατοικίας της στην Ολλανδία, υπάρχουν αρκετές σχέσεις με την Ολλανδία. Προφανώς το δικαίωμα παραμονής που λήγει υπερβαίνει στην παρούσα υπόθεση τους άνω αναφερόμενους καθοριστικούς παράγοντες.

Συμβουλή

Στην πράξη το σημαντικότερο μάθημα είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να βγάζει κανείς βιαστικά συμπεράσματα όταν πρόκειται για την φορολογική κατοικία. Όλα τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις πρέπει να είναι σαφείς και για κάθε υπόθεση θα πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά εάν τίθεται θέμα διαρκούς σχέσης προσωπικής φύσης με την Ολλανδία κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας.

Για να οριστεί εάν ο κανονισμός του 30% μπορεί να εφαρμοστεί, πρέπει πρωτίστως να οριστεί εάν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας υπήρχε διαρκής σχέση προσωπικής φύσης με την Ολλανδία.

Επιστροφή